πέσκος — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσκη — πέσκος skin neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέσκος skin neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσκέων — πέσκος skin neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
посконь — ж. мужская конопля (уже в Домостр. К. 53), укр. поскiнь, род. п. поскони, плоскiнь, блр. посконня ж., словен. ploskovnica, чеш. роskоnеk, poskonny, польск. рɫоskоn, др. польск. рɫоskоnеk (Рей). Праслав. *роskоnь в отдельных диал. превращалась в… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
απεσκής — ἀπεσκής, ές (Α) [πέσκος] ο δίχως δερμάτινο κάλυμμα ή θήκη … Dictionary of Greek
μέσκος — μέσκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για… … Dictionary of Greek
πέκος — και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α 1. ο πόκος*, το ποκάρι, το σύνολο τού ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
πετσί — το / πετζίν, ΝΜ 1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, επιδερμίδα 2. κατεργασμένο δέρμα ζώου νεοελλ. φρ. α) «είναι πετσί και κόκαλο» είναι πάρα πολύ αδύνατος β) «τά γνωρίσαμε στο πετσί μας» έχουμε προσωπική, επώδυνη πείρα γ. «σηκώθηκε το πετσί μου» ένιωσα… … Dictionary of Greek